Ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2022 που ψηφίστηκε συνιστά έναν ελλειμματικό προϋπολογισμό, ταξικά μεροληπτικό, που αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες και δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τις περιβαλλοντικές ανάγκες της πράσινης μετάβασης σε ένα νέο βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο.
Μπορεί η Κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι ο προϋπολογισμός θα συμβάλλει στην ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας, το περιεχόμενο του όμως ιστορικά δεν έχει φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Η ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική τόσο με το φορολογικό σκέλος της, όσο και με το σκέλος των δαπανών λειτουργεί σε μία προοπτική ανακατανομής των βαρών σε βάρος της μισθωτής εργασίας και των φτωχότερων εισοδηματικά τάξεων. Θα περίμενε δε κανείς ο Προϋπολογισμός 2022 να εμφανίζει μία εμπροσθοβαρή τουλάχιστον κατανομή των πόρων πράσινης και ενεργειακής μετάβασης δίνοντας ώθηση στην βιώσιμη παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας. Μια αναδιάρθρωση που θα φέρει ρήξεις και ανατροπές με το παραδοσιακό μοντέλο και γι’ αυτό οφείλει να είναι συγχρόνως και κοινωνικά δίκαιη. Η προσδοκία αυτή δυστυχώς διαψεύδεται από τον Προϋπολογισμό, αφού – εκτός του ότι αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες – για το 2022 τα υπουργεία Περιβάλλοντος-Ενέργειας και Κλιματικής κρίσης-Πολιτικής προστασίας μαζί δεν συγκεντρώνουν πάνω από το 2,2% των συνολικών δαπανών Φορέων Κεντρικής Διοίκησης σε ταμειακή βάση (έναντι 1,2% το 2021).
Η υλοποίηση των προβλεπόμενων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών εμπεριέχει σημαντικές αβεβαιότητες που προέρχονται από την ανησυχητική εξέλιξη της πανδημίας και τις συνεχείς μεταλλάξεις, τις ενδεχόμενες μόνιμες απώλειες της ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία, το ενδεχόμενο μεσοπρόθεσμης διατήρησης των πληθωριστικών πιέσεων, την πιθανότητα μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων, το βαθμό ικανότητας των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις επενδυτικές δυνατότητες που προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης, όσο και των φορολογούμενων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους επεκτείνοντας συγχρόνως την καταναλωτική τους δαπάνη.
Το βέβαιο είναι πως ο χρόνος λήξης της πανδημίας μετά τις παραλλαγές Δέλτα και Όμικρον σταθερά επιμηκύνεται, θέτοντας νέα ερωτηματικά στην πορεία του τουρισμού εξαιτίας ενδεχόμενου κλεισίματος των συνόρων ή τοπικών λοκντάουν. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την συντήρηση των πληθωριστικών πιέσεων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του αναμενομένου είναι σε θέση να οδηγήσει σε εκτροπή τη δημοσιονομική προσαρμογή και σε αμφισβήτηση του αισιόδοξου αναπτυξιακού σεναρίου: αν είναι δομικοί οι λόγοι της πανδημίας και κυρίως της κλιματικής αλλαγής, τότε ως δομικές πρέπει να εκλαμβάνονται και οι αιτίες του πληθωρισμού, των παραγωγικών δυσλειτουργιών και της οικονομικής επιβράδυνσης που ήδη εμφανίζουν άλλες χώρες.
Αυτός ο προϋπολογισμός έχει ένα σαφές στίγμα, καθώς ισχυρίζεται ότι συμβάλλει στην ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας χάρις στη διατήρηση της αναπτυξιακής συνταγής των φορολογικών ελαφρύνσεων και των μεταρρυθμίσεων κυρίως στο ασφαλιστικό σύστημα, την αγορά εργασίας, τη ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και τις αποκρατικοποιήσεις. Τίποτα, όμως, δεν μπορεί να θεωρείται εξασφαλισμένο, αφού ούτε η διεθνής εμπειρία των φορολογικών ελαφρύνσεων, ούτε βεβαίως η αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων έχει ιστορικά αποδώσει τα αναμενόμενα αναπτυξιακά αποτελέσματα.
Ακόμα, με δεδομένη την υψηλή εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές ενέργειας και τη χαμηλότερη συγκριτικά ενεργειακή παραγωγικότητα της χώρας, είναι απολύτως αναγκαία και επιτακτική η όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων που προσφέρει στη χώρα το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προκειμένου να οδηγηθεί η χώρα στην ταχεία πράσινη μετατροπή του ενεργειακού και παραγωγικού της συστήματος. Είναι, ωστόσο, αμφίβολο το κατά πόσο το επιτυγχάνει αυτό ο Προϋπολογισμός του 2022.
Υπό το φως των δικών μας δυσμενών εκτιμήσεων για τον προϋπολογισμό του 2022, προτείνουμε την άμεση υλοποίηση των εξής εισοδηματικών και δημοσιονομικών παρεμβάσεων: Να δοθεί άμεσα η αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2021 με αναδρομική ισχύ από 1/9/2021. Ωστόσο, η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% που έχει αποφασίσει η κυβέρνηση υπολείπεται κατά πολύ της μέχρι σήμερα απώλειας της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού από το κύμα ακρίβειας. Γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να αρχίσουν αμέσως οι διαπραγματεύσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2022, ώστε η μεταβολή του να ισχύσει από 1/1/2022 και να μην υπολείπεται της Κυβερνητικής – Πρωθυπουργικής δέσμευσης να είναι διπλάσιος ως προς το ποσοστό μεταβολής του ετήσιου ΑΕΠ (2021). Σε διαφορετική περίπτωση οι εργαζόμενοι θα γίνουν θύματα μιας πολιτικής επιλογής αναδιανομής τους εισοδήματος σε βάρος τους και επιδείνωσης του βιοτικού τους επιπέδου. Αμέσως μετά να αλλάξει το μνημονιακό νομικό πλαίσιο και ο κατώτερος μισθός να συμφωνείται μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε). Είναι επίσης πολύ σημαντικό το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού να περάσει και στους ονομαστικούς μισθούς των ήδη συμφωνημένων αλλά και των νέων κλαδικών συμβάσεων, ώστε να αποφευχθεί η μείωση της αγοραστικής δύναμης του συνόλου των εργαζομένων. Τέλος, πρέπει να μειωθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στην ενέργεια. Αν το μέτρο δεν επαρκεί για να σταθεροποιήσει τις τιμές και τις εισοδηματικές απώλειες, να μειωθεί ο ΦΠΑ στην ενέργεια για τα νοικοκυριά.